Περιεχόμενα


Όχι στις πιέσεις και τους εκβιασμούς της Ε.Ε

Οι εργάτες της Τουρκίας είναι οι μόνοι αρμόδιοι να αποφασίσουν που θέλουν να ανήκουν

Στις 29 του περασμένου Ιούλη η κυβέρνηση της Τουρκίας υπέγραψε το Πρωτόκολλο επέκτασης της τελωνειακής ένωσης και με τα δέκα νέα μέλη της Ε.Ε., προχωρώντας ταυτόχρονα σε μια διακήρυξη με την οποία υπενθυμίζει ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτό ήταν και η αφορμή να ξεκινήσει ένα «θρίλερ» για την έκδοση της «αντιδήλωσης» εκ μέρους της Ε.Ε. ενόψει της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. στις 3 Οκτωβρίου. Τα υπουργεία εξωτερικών Κύπρου και Ελλάδας τέθηκαν για ακόμη μια φορά σε κινητοποίηση. Την ίδια στιγμή η Τουρκία που προσπαθεί μήνες τώρα να ευθυγραμμιστεί, κυριολεκτικά με νύχια και δόντια, με τις απαιτήσεις της ΕΕ βρέθηκε ξαφνικά στο στόχαστρο, από τη μια της Ανγκελα Μέρκελ, της αρχηγού της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας και από την άλλη της γαλλικής κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ Ντε Βιλπέν επιτέθηκε ανοιχτά στην τουρκική κυβέρνηση λέγοντας ότι είναι «αδιανόητο» να ανοίξει η Ε.Ε. συζητήσεις ένταξης με μια χώρα που αρνείται να αναγνωρίσει ένα άλλο κράτος-μέλος.

Τι υποκρισία! Τον περασμένο Δεκέμβρη η Ε.Ε. είχε ομόφωνα αποφασίσει να ανοίξει τον ενταξιακό διάλογο με την Τουρκία, παρόλο που όλοι ήξεραν ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Την εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου «αδιανόητο» να αρχίσει διάλογος «με μια χώρα που αρνείται να αναγνωρίσει ένα άλλο κράτος-μέλος». Ο ίδιος ο Ζακ Σιράκ και η κυβέρνησή του ήταν ανάμεσα στους θερμούς υποστηρικτές της τουρκικής ένταξης που ‘συνέστησε’ τότε στον Τάσσο να ξανασκεφτεί τη χρήση του βέτο.

Το ξαφνικό ‘ενδιαφέρον’ Σιράκ

Στην πραγματικότητα, οι αντιτουρκικές δηλώσεις Μέρκελ και Σιράκ σε βάρος της Τουρκίας δεν αντανακλάνε τους φόβους των απλών ανθρώπων απέναντι στους εργάτες από τις γειτονικές χώρες. Στα γκάλοπ που έγιναν μετά το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία μόνο το 6% από όσους ψήφισαν “όχι” δήλωσε ότι το έκανε για να εμποδίσει την ένταξη της Τουρκίας ενώ στην Ολλανδία μόλις το 3% δήλωσε ότι η ψήφος του είχε κάποια σχέση με την Τουρκία.

Οι ρατσιστικές δηλώσεις του αντιτουρκικού ‘στρατοπέδου’ μέσα στην Ε.Ε. αντανακλάνε από τη μια τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα διαφορετικά κεφάλαια και τις διάφορες εθνικές οικονομίες κι από την άλλη, τον σκεπτικισμό και τις αμφιβολίες των ίδιων των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης απέναντι στη διεύρυνση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στην ουσία ένα θερμοκήπιο ανταγωνισμών ανάμεσα στους ίδιους τους «εταίρους» και καμιά σχέση δεν έχει με ευημερία και ειρήνη αλλά ούτε με ‘αρχές’ και ‘αξίες’. Η γαλλική κυβέρνηση χρησιμοποίησε την υπόθεση της ‘αντιδήλωσης’ για να κερδίσει ανταλλάγματα από τη Βρετανία στο ζήτημα των προϋπολογισμών της Ε.Ε. και των ποσών που θα δαπανηθούν για την αγροτική πολιτική, γεγονός που σημαίνει δισεκατομμύρια ευρώ για τη Γαλλία.

Η διεύρυνση της ΕΕ είναι μια επιχείρηση επικερδής για τους καπιταλιστές και στις δυο πλευρές για αυτό άλλωστε «σκίζονται» οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους να ενταχθούν. Σύμφωνα με τον γάλλο πρέσβης στην Κύπρο «Η Γαλλία υπήρξε ο πρώτος επενδυτής στην Τουρκία το 2004. Συνεπώς, η επιχειρηματική κοινότητα στη Γαλλία, όπως και στην Ιταλία ή τη Γερμανία ή τη Βρετανία, είναι έντονα υπέρ της ένταξης της Τουρκίας.» («Φιλελεύθερος», 11/9/05). Το κόστος όμως της διεύρυνσης δεν το μοιράζονται ίσα μεταξύ τους οι άρχουσες τάξεις όπως διαμαρτύρεται ο γάλλος πρέσβης: «Η Βρετανία υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες υπερμάχους της διεύρυνσης. Δεν θα ήταν δίκαιο να μην πληρώσει ούτε μία πένα για τη διεύρυνση».

Από την άλλη το “Όχι” στο Ευρωσύνταγμα ήταν ένα τρομαχτικό πλήγμα για τις φιλοδοξίες των καπιταλιστών της Ευρώπης. Πολλοί έχουν αρχίσει από τώρα να μην μπορούν να κλείσουν μάτι από τους τρομαχτικούς εφιάλτες - βλέπουν τις αδύναμες οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης να βυθίζουν στην κρίση το Ευρώ, την συμμαχία των νέων κρατών με τη Βρετανία να υπονομεύουν τον γερμανογαλλικό άξονα και την ανταρσία ενάντια στο σύστημα της αγοράς να κατακλύζει την Ευρώπη. Για αυτό «διστάζουν» ξαφνικά οι ηγέτες της Ευρώπης και ορθώνουν νέα εμπόδια στην ένταξη της Τουρκίας.

«Άξονας» Αθήνας-Λευκωσίας

Τόσο η κυβέρνηση Παπαδόπουλου όσο και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έχουν θέσει θέμα ανάκλησης της δήλωσης της Τουρκίας για μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ουσιαστικά αποκλείουν τη χρήση του βέτο ζητώντας από την ΕΕ να εκδώσει μια ‘ισχυρή αντιδήλωση’.

Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο Τάσσος ή ο Καραμανλής δεν είναι τόσο διεκδικητικοί όσο θα ‘πρεπε ούτε ότι έχουν ‘σκύψει το κεφάλι’. Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι στηρίζουν την «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας παριστάνοντας τις περιστέρες της ειρήνης και τους θιασώτες της εξομάλυνσης της κατάστασης στα ελληνοτουρκικά. Στην πραγματικότητα θέλουν την Τουρκία μέσα στη «μέγγενη» της ενταξιακής πορείας όπου, σαν πλήρη μέλη, θα μπορούν να εκβιάζουν κάθε φορά για να αποσπάσουν ανταλλάγματα σε βάρος της άρχουσας τάξης της Τουρκίας χρησιμοποιώντας τις λυκοσυμμαχίες και τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες μέσα κι έξω από την Ε.Ε.. Είτε αυτό πρόκειται για το κυπριακό, και τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο είτε για οικονομικά και πολιτικά οφέλη.

Ανεξάρτητα από το πώς θ’ αποφασίσει να κινηθεί τελικά η κυβέρνηση Παπαδόπουλου στα μαγειρέματα με το ζήτημα της αντιδήλωσης, ο μεν Συναγερμός δηλώνει ότι «δεν μπορεί να χαμηλώσει ο πήχης των διεκδικήσεων» ενώ το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ και οι εθνικιστές των ΕΥΡΩΔΗ και ΕΥΡΩΚΟ ζητάνε «να σκληρύνει η στάση» στο θέμα του διαπραγματευτικού πλαισίου.

Τουρκοκύπριοι

Το ΑΚΕΛ από την πλευρά του υπερασπίζεται σήμερα την πολιτική της κυβέρνησης και ρίχνει το βάρος της κριτικής του προς τον Ταλάτ κατηγορώντάς τον ότι έχει επαναπαυτεί με το ναι στο δημοψήφισμα και δεν ενδιαφέρεται για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Αυτή όμως είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία όχι μόνο έχουν επαναπαυτεί με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. αλλά χρησιμοποιούν αυτή τους τη θέση για να εκβιάζουν την άλλη πλευρά και να διατηρούν τον οικονομικό και πολιτικό αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων καθιστώντάς τους, ακόμη περισσότερο, έρμαιο των πολιτικών ελιγμών της Άγκυρας και των σκοπιμοτήτων των ισχυρών της Ε.Ε.

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τα δημοψηφίσματα και την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. χωρίς τους Τουρκοκύπριους, παρατηρούμε μια όξυνση του ψυχροπολεμικού κλίματος και των ανταγωνισμών ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις των δύο πλευρών. Αυτή η κατάσταση απειλεί να δηλητηριάσει το κλίμα και τις πολύ καλές σχέσεις που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους των δύο πλευρών μετά το άνοιγμα των συνόρων. Τέτοια ανησυχητικά σημάδια αποτελούν η πυρπόληση των δύο αυτοκινήτων Ελληνοκυπρίων στον εσπερινό του Αγ. Μάμα στη Μόρφου όπως και η πυρπόληση των δύο λεωφορείων στην Αγία Νάπα.

Αλληλεγγύη των εργαζομένων

Γι’ αυτό τα παζάρια και οι εκβιασμοί για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην E.E. πρέπει να βρουν αντίθετους τους εργαζόμενους στην Κύπρο και Ελλάδα. Όχι γιατί θεωρούμε ότι η κυβέρνηση και η άρχουσα τάξη της Τουρκίας είναι οι “καλοί” σε αυτή την υπόθεση. Αλλά γιατί τα θύματα αυτών των εκβιασμών είναι σε τελευταία ανάλυση οι Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι εργαζόμενοι όπως και οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και Τουρκία.

Αρμόδιοι για να αποφασίσουν αν θα μπει η όχι η Τουρκία στην Ε.Ε., δεν είναι ούτε ο Τάσσος με τον Χριστόφια, ούτε ο Καραμανλής, αλλά ούτε και ο Παπανδρέου ή ο Αναστασιάδης. Οι μόνοι στους οποίους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να αποφασίσουν αν θέλουν να μπουν και με ποιους όρους στην Ε.Ε. είναι οι Τούρκοι εργαζόμενοι, οι απλοί άνθρωποι στην Τουρκία.

Με απειλές, εκβιασμούς και κτυπήματα κάτω από την μέση, δεν κτίζεται ούτε η φιλία, ούτε η συνεργασία, ούτε μπορεί να υπάρξει ειρηνική διευθέτηση του κυπριακού που να στηρίζεται πάνω στην συνεργασία και την αλληλεγγύη. Αυτά μπορούν να γίνουν μόνο δυναμώνοντας τη δικιά μας αντίσταση στον εθνικισμό και στην E.E. του κεφαλαίου, του πολέμου και του ρατσισμού.


Περιεχόμενα