Μανώλης Αναγνωστάκης
Ο ποιητής που έψαχνε δρόμους μέσα απ’ την ήττα
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να' ναι οι τελευταίοι/ Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν/ Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια/ Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι/ Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά/ Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος/ Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα/ Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις/ Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός/ Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
("Επίλογος", εκδόσεις Ερμής, 2000)
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου, πέθανε την Πέμπτη 23 Ιουνίου σε ηλικία 80 χρονών.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και σπούδασε ιατρική. Ασκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου (το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα).
Εκδίδει με δικά του έξοδα τις "Εποχές" (1945) σε μικρό αριθμό αντιτύπων.
Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949, σε ηλικία 23 χρονών, αρνήθηκε να αποκηρύξει τις ιδέες του και γι'αυτό το λόγο καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Αφού του δοθεί χάρη αποφυλακίζεται το 1951.
Στρατευμένος στην Αριστερά σε όλη του τη ζωή, εντάχθηκε αρχικά στην ΕΠΟΝ, συνεχίζει με την ΕΔΑ του '50 και του '60 για να ακολουθήσει το ΚΚΕ εσ. μετά τη διάσπαση του 1968.
Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν τριανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση "Ποιήματα 1941-1971" (εκδόσεις "Πλειάς") χωρίς δικά του έξοδα. Την ίδια χρονιά τυπώνεται και η συλλογή "Περιθώριο 68-69". Τελευταία ποιητική του συλλογή το "Υ.Γ." που κυκλοφορεί εκτός εμπορίου σε εκατό αντίτυπα και επανεκδίδεται από τη "Νεφέλη" το 1992.
Εν τέλει, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986), το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ χρίστηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Φιλοσοφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου.
Το 1930 δημιουργείται στη Θεσσαλονίκη μια λογοτεχνική παράδοση που διακρίνεται για την εσωστρέφειά της. Μετά τον πόλεμο όμως και τις ριζικές ανατροπές του, σημειώνονται αναπόφευκτα αλλαγές και στο χώρο της λογοτεχνίας: Φορείς των καινούργιων εξελίξεων αναδεικνύονται νέοι ποιητές, που ανανεώνουν όχι μονάχα την τοπική παράδοση αλλά και την ελληνική ποίηση γενικότερα.
Οπως σημειώνει ο σημαντικός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος:
"Η γενιά που έρχεται, που βγήκε μέσα απ' τον πόλεμο, βασισμένη στην παράδοση και την εμπειρία των παλαιότερων, αγωνίζεται να αρθρώσει τη δική της σπασμένη φωνή. Εκφράζει τη μοναξιά του σύγχρονου ατόμου και αδιαφορεί για τις λαμπρές ποιητικές εικόνες και τα σπάνια επίθετα… Μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη δαντέλες και κουρτίνες… ο Αναγνωστάκης μίλησε με χαμηλή φωνή, με τόνο εξομολογητικό, με ειλικρινή διάθεση και μας έδειξε όλα τα τραύματα μιας πληγωμένης ευαισθησίας, την επιμονή σε μια ιδέα θρυμματισμένη πια, και την αναζήτηση κάποιας πίστης και λίγης αγάπης. Κι όλα αυτά δίχως γιρλάντες, δίχως ναρκισσισμό".
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς σαν εκπρόσωπος της "γενιάς της ήττας", ωστόσο ο ίδιος απάντησε:
"Δεν παραδέχομαι την ταμπέλα "ποίηση της ήττας". Θα προκαλούσα να αντιπαραθέσουμε μια άλλη ποίηση της εποχής που θα τη βαφτίζαμε "ποίηση της νίκης" ή έστω "ποίηση της μη ήττας". Εγώ τέτοια ποίηση δεν βλέπω…"
Η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Οσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με αυτό του λυκόφωτος.
Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντας τις συγκεκριμένες κομματικές του επιλογές, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Γιάννης Γιαννουλέας
Αναδημοσίευση από Εργατική Αλληλεγγύη