Η ταινία η "Πολίτικη Κουζίνα" του Τάσου Μπουλμέτη ξεκίνησε να παίζεται στην Κύπρο. Η ταινία που κέρδισε οχτώ Κρατικά Βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάνει μια εντυπωσιακή πορεία στις αίθουσες στην Ελλάδα κόβοντας πάνω από 1.000.000 εισιτήρια (Δεκέμβρης '03).
Mετά από τριάντα χρόνια ο αστροφυσικός πλέον Φάνης, επιστρέφει στην Πόλη, για να δει τον άρρωστο παππού του. Tο ταξίδι αυτό στο παρελθόν γίνεται η αφορμή για να θυμηθεί τα ωραιότερα του χρόνια, χρόνια πού έμελλε να του σημαδέψουν την υπόλοιπη ζωή του. Kάθε βήμα που κάνει στην Kωνσταντινούπολη του ξυπνάνε μνήμες, γεγονότα και μυρωδιές από το μαγαζί μπαχαρικών του παππού του, ο οποίος τον μύησε στην μαγειρική. Tην μεγάλη του αγάπη. Mέσα από εκείνο το μαγαζί και με την βοήθεια του παππού του έμαθε να ακτινογραφεί τον κόσμο, την ζωή, τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Eκεί γνώρισε και τον πρώτο του έρωτα, στο πρόσωπο της Tουρκάλας Σαϊμέ, την οποία, μαζί με την Kωνσταντινούπολη την οποία λάτρευε, αποχωρίσθηκε ξαφνικά μαζί με πολλούς άλλους Πολίτες λόγω της πολιτικής των τότε ηγεσιών της Eλλάδας και Tουρκίας.
Είναι σίγουρο ότι για κάποιους εθνικιστές μια ταινία που αναφέρεται στους διωγμούς των Ελλήνων της Κων/πολης χωρίς να δείχνει σφαγές και βιασμούς από τους "βάρβαρους Τούρκους" θα πρέπει να είναι μια πρόκληση. Ιδιαίτερα όταν ο παιδικός έρωτας του πρωταγωνιστή της ταινίας είναι μια τουρκάλα φίλη του που δεν ξεχνά έστω κι αν πέρασαν 30 χρόνια.
Μπορεί πάλι να υπάρξουν ενστάσεις για το ότι η ταινία δεν είναι άμεσα "πολιτική" ή ότι τα πράγματα θα έπρεπε να λέγονται σε πρώτο επίπεδο, και να γίνεται αναφορά με περισσότερο αιχμηρό τρόπο και για στη "δικιά μας" πλευρά για μια πολιτική περίοδο τόσο πολυτάραχη όπως η δεκαετία του '50 και μετά.
Παρόλα αυτά η ταινία είναι σίγουρα και μια πολιτική ταινία δοσμένη με ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο σενάριο και με έναν πολύ ευφάνταστο τρόπο. Επειδή ακριβώς έχει να κάνει με την περίοδο των διωγμών της ελληνικής μειονότητας στην Κων/πολη είναι καλά ισορροπημένη από την άποψη ότι αποτυπώνει την πίκρα και τον ξεριζωμό χωρίς να γλιστράει σε εθνικισμούς.
Σύμφωνα με τον ίδιο το σκηνοθέτη η "αύρα" της ταινίας είναι αυτοβιογραφική και "περιγράφει σε μεγάλο βαθμό γεγονότα που συνέβησαν στην ίδιά μου την οικογένεια και στο συγγενικό μου περιβάλλον. Γεννήθηκα το 1957 στην Πόλη, έφυγα το '64 και επέστρεψα το '94... ξαναπήγα με αφορμή την ταινία μετά 30 χρόνια και ήταν το ταξίδι της ζωής μου. Ένα ταξίδι αποτέλεσμα ενός τραύματος που είναι ο διωγμός, η βίαιη διακοπή των παιδικών χρόνων, το γεγογός ότι οι Τούρκοι μάς έδιωξαν σαν Έλληνες και οι Έλληνες μας υποδέχτηκαν σαν Τούρκους".
Μέσα από την ταινία ο Tάσος Mπουλμέτης μας θυμίζει ότι Έλληνες και Tούρκοι ζούσαν μια αρμονική ζωή, με κοινούς έρωτες, κοινά τσιμπούσια, με τα ελληνικά μαγαζιά να συντηρούνται ουσιαστικά από τους Tούρκους.
Oλα αυτά μέχρι το 1964 τη δεύτερη φορά μετά το 1955 όπου οι Έλληνες της Πόλης, όπως φαίνεται και λέγεται στην ταινία, πλήρωσαν με την απέλασή τους την πολιτική των "εθνικών εξορμήσεων" των ελληνικών κυβερνήσεων.
Το πογκρόμ του 1955 χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η εθνικιστική προπαγάνδα στην Ελλάδα και Κύπρο για να αποδείξουν ότι "σε αντίθεση με τη δική μας ήπια συμπεριφορά, οι προκλήσεις ξεκινούν πάντα από τους βάρβαρους Τούρκους". Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Τον διωγμό στη ελληνική μειονότητα της Κων/πολης το Σεπτέμβρη '55 δεν τον ξεκίνησαν "όλοι οι Τούρκοι" αλλά οργανώθηκε από τραμπούκους ακροδεξιών οργανώσεων με την ανοχή της αστυνομίας. Βέβαια τα γεγονότα του '55 στην Κων/πολη και μετά πάλι το '64 αλλά και το '74 δεν ήλθαν από το πουθενά. Έχουν να κάνουν με το ξέσπασμα των ανταγωνισμών των αρχουσών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας κι από δίπλα της Ε/κ και Τ/κ άρχουσας τάξης. Είτε επρόκειτο για το '55 με το ξεκίνημα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο κάτω από την ηγεσία του κουμμουνιστοφάγου και τουρκοφάγου Γρίβα, είτε επρόκειτο για τον πόλεμο του '63-'64 στην Κύπρο και τα πογκρόμ ενάντια στους Τ/κ από τις ομάδες του Σαμψών, είτε επρόκειτο για το πραξικόπημα από την Χούντα και τον πόλεμο που ακολούθησε τον Ιούλη του '74, τα αθώα θύματα υπήρξαν πάντοτε οι απλοί άνθρωποι, πολλές φορές μίλια μακριά, όπως ήτανε οι Έλληνες της Κων/πολης.
Στην ταινία όταν ο Τούρκος αστυνομικός διαβιβάζει στην ελληνική οικογένεια την απέλασή τους το 1964 μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο τούς λέει πως "Για όλα φταίει ο Μακάριος". Η φράση αυτή είναι από τις πιο επίμαχες στην ταινία που όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χ. Χρυσάνθου στο Φιλελεύθερο: "Η συγκεκριμένη φράση δηλώνει την τουρκική άποψη, όμως αποτελεί το ερέθισμα για μια σκέψη την οποία δεν κάναμε ποτέ στην Κύπρο: Κάθε φορά που υπήρχε ένταση για το Κυπριακό, την πλήρωναν οι Κωνσταντινουπολίτες. Ήταν τα εύκολα θύματα, στα οποία ξεσπούσε το τουρκικό κατεστημένο και ο τουρκικός εθνικισμός, μερικές φορές ως αντίποινα για πράξεις εις βάρος των Τούρκων της Κύπρου από εθνικιστικά στοιχεία." Η ταινία "Δεν είναι μια ταινία για ανθρώπους που τρώνε. Είναι μια ταινία για ανθρώπους που μαγειρεύουν - λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης - Με άλλοθι τη μαγειρική του φαγητού προσπαθώ να σχολιάσω τη μαγειρική των σχέσεων, κοινωνικών και πολιτικών". Είναι τέλος μια συγκινητική ταινία με μαύρο χιούμορ, με εκπληκτική φωτογραφία και μουσική με μαθήματα γαστρονομίας (τα οποία ανοίγουν την όρεξη) και φιλοσοφίας. Μια ταινία που αξίζει να δείτε και ν' απολαύσετε.
Πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Xωραφάς, Iεροκλής Mιχαηλίδης, Pένια Λουϊζίδου και οι έξοχοι Tούρκοι ηθοποιοί Tαμέρ Kαραντάλ και Mπασάκ Kοκλούκαγια.
Φαίδωνας Βασιλειάδης
"ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα" στις αίθουσες του Κ Cineplex Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας, OPERA Λευκωσίας, στο RIO Λεμεσού και ΣΙΝΕΟΡΑΣΙΣ Πάφου)