H Frida Kahlo, ήταν μια πολυτάραχη, ανεξάρτητη και πολυσύνδετη προσωπικότητα, γνωστή αριστερή, αντικομφορμίστρια ζωγράφος, αντισυμβατική τόσο στη τέχνη της όσο και στην προσωπική της ζωή. Σύζυγος του επίσης γνωστού αριστερού ζωγράφου Diego Rivera, ενός συνειδητά άθεου κομμουνιστή που "τόλμησε" να ζωγραφίσει τοιχογραφίες με τις οποίες μιλούσε για τη πίστη του στην επανάσταση και παρότρυνε τους εργάτες και τους ακτήμονες και καταπιεσμένους, να πάρουν τα όπλα και να επαναστατήσουν για το γκρέμισμα του καπιταλισμού, της αστικής τάξης και της πλουτοκρατίας.
Η μεξικάνικη επανάσταση, πηγή έμπνευσης τόσο για τον Diego όσο και για την Frida, είναι η πρώτη κοινωνική επανάσταση που σηματοδότησε, έστω και για λίγο, μια νέα εποχή στο Μεξικό, στην οποία οι φτωχοί ακτήμονες ινδιάνοι, αγρότες και εργάτες γίνονται οι πραγματικοί συντελεστές και πρωτεργάτες ενός κινήματος που σάρωσε ολόκληρη τη χώρα και έκανε το αίμα των τσιφλικάδων και του καθολικού παπαδαριού να παγώσει στις φλέβες τους.
Η Frida σημαδεύτηκε τραγικά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στα 14 χρόνια της, με αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία για όλη την υπόλοιπη της ζωή. Όλες της οι εγκυμοσύνες κατέληγαν σε αποβολές, κάτι που της στοίχιζε αρκετά, με τελικό αποκορύφωμα τον ακρωτηριασμό του ποδιού της.
Σαν ανεξάρτητη, δυναμική φύση κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια της και να αφοσιωθεί στην τέχνη της. Η ασυμβίβαστη φύση της Frida σκανδάλιζε συνεχώς τη συντηρητική και υποκριτική κοινωνία του Μεξικό, με τους πίνακες της, το ντύσιμο της και με την ζωή της. Φορούσε πάντα τις παραδοσιακές ινδιάνικες φούστες και ινδιάνικα στολίδια σε μια περίοδο που η λαϊκή τέχνη θεωρείτο ξεπεσμός, και αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Είχε πολλές ερωτικές σχέσεις τόσο με άντρες όσο και με γυναίκες. Στην ταινία είναι χαρακτηριστική η σκηνή στην οποία συναγωνίζεται με άλλους άντρες για να κερδίσει ένα χορό με μια όμορφη κοπέλα. Είναι επίσης γνωστή η ερωτική της σχέση με τον Τρότσκι. Αλλά και στην πολιτική της ζωή η Frida στάθηκε ξεκάθαρα αντισταλινική, επαναστάτρια, πρωτοστάτησε σε διαδηλώσεις εναντίον της αστικής τάξης των φεουδαρχών και του κλήρου του Μεξικό, υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδιάνων, της κατανομής της γης στους ακτήμονες. Ήταν από τα λίγα μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος που στάθηκε υπέρ του Τρότσκι και ηγήθηκε σε διαδηλώσεις εναντίον των σταλινικών .
Η μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας είναι η αποτυχία της να αποδώσει την πραγματικά δυναμική προσωπικότητα του Τρότσκι, ο οποίος ήταν ο πιο σημαντικός, μετά τον Λένιν, ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης. Ο Τρότσκι γνωστός για τον ηγετικό ρόλο του στην επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, έχει μόνο μια μικρή και ασήμαντη παρουσία στο έργο, το οποίο αποτυγχάνει να παρουσιάσει το πραγματικό ανάστημα και την επιρροή που είχε τόσο στη ζωή της Frida και του Diego, όσο και στο πολιτικο-κοινωνικό σκηνικό της εποχής.
Παρόλα αυτά είναι μια αξιόλογη ταινία που αξίζει να δούμε. Σε μια εποχή που όλα απομυθοποιούνται και εμπορικοποιούνται, που η ζωή και ο πολιτισμός εξευτελίζεται καθημερινά, τη στιγμή που η ζωή στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ και αλλού για τους πολεμοκάπηλους καπιταλίστες και ιμπεριαλιστές δεν αξίζει δεκάρα, οι εικόνες της Frida και του Diego παραμένουν το ίδιο δυνατές και αναγκαίες και σήμερα. Κόκκινα σύμβολα τόσο για την εργατική τάξη του Μεξικό και της Λατινικής Αμερικής αλλά και για όλη την παγκόσμια εργατική τάξη.
Η Αυστραλιανή αυτή ταινία βασίζεται στο βιβλίο της ιθαγενούς Ντόρις Πίλκινγκτον Γκαριμάρα, και περιγράφει την πραγματική ιστορία της μητέρας της Μόλυ και δύο άλλων κοριτσιών, της Ντέζυ και της Γκρέϊσι. Οι κοπέλες αυτές το 1930 απήχθηκαν στην κυριολεξία από τις οικογένειες τους και οδηγήθηκαν με τη βία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και αναμόρφωσης, με σκοπό να εκπαιδευτούν για να δουλέψουν σαν υπηρέτριες στα σπίτια των λευκών αγγλοσαξόνων γαιοκτημόνων. Τα κορίτσια λοιπόν αυτά θα αποδράσουν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και θα περπατήσουν κυνηγημένες από τους αστυνομικούς, σχεδόν 3 χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην έρημο για να επιστρέψουν στους δικούς τους.
Η Αυστραλιανή κυβέρνηση βασιζόμενη σε καθαρά ρατσιστικούς νόμους από τις δεκαετίες του 1910 και 20, απόκοπτε με την βία τους μικρούς Αβοριγίνες ιθαγενείς, τους μετέφερε μίλια μακριά από την περιοχή της φυλής τους, τους περιόριζαν σε "στρατόπεδα εκπαίδευσης", όπου λευκοί εκπρόσωποι της κυβέρνησης, παπάδες και καλογριές τους επέβαλαν με την βία τον χριστιανισμό, την υποταγή και την πειθαρχεία με σκοπό να του μετατρέψουν σε δουλοπρεπείς υπηρέτες που θα υπηρετούν χωρίς αντιδράσεις τα λευκά αφεντικά τους.
Ένας από τους στόχους της πολιτικής αυτής ήταν εκτός από, τα φτηνά εργατικά χέρια, και η παρεμπόδιση των Αβοριγίνων να "ζευγαρώνουν ανεξέλεγκτα μεταξύ τους".
Οι κοπέλες αποκομμένες από τις οικογένειες τους και περιορισμένες στις φάρμες των πλουσίων λευκών, υποχρεωμένες να εξυπηρετούν τις ορέξεις τους, αποτελούσαν το μέσο με το οποίο θα γεννιόνταν όλο και πιο λευκοί μιγάδες στην Αυστραλία. Συγκλονιστική είναι η τοποθέτηση του υπεύθυνου για την εφαρμογή για τον νόμο αυτό ο οποίος δηλώνει ότι "οι Αβοριγίνες είναι βλάκες, άξεστοι, ηλίθιοι, άσχημοι και σαν κυβέρνηση έχουμε καθήκον να τους βοηθήσουμε ακόμα και αν δεν το θέλουν με το να τους ζευγαρώνουμε με λευκούς, έτσι ώστε να κυριαρχήσει η λευκή φυλή και τα λευκά χαρακτηριστικά στις φυλές αυτές".
Η γενιά των παιδιών αυτών που απήχθηκαν με την βία από τους δικούς τους για να μεταφερθούν χιλιάδες μίλια μακριά, είναι γνωστή σαν η "χαμένη γενιά" και ακόμα και σήμερα υπάρχουν γονείς που δεν ξαναείδαν τα παιδιά τους, και παιδιά που δεν θυμούνται καν τους γονείς τους.
Η ταινία αποτελεί μια αιχμηρή ιστορική κατάθεση για την απάνθρωπη ρατσιστική πολιτική των λευκών που ήταν σε πλήρη ισχύ στην Αυστραλία ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 70. Ακόμα και σήμερα οι Αβοριγίνες έχουν μέσο όριο ζωής 20 χρόνια χαμηλότερο και παιδική θνησιμότητα 3 φορές μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη μειονότητα της Αυστραλίας. Έχουν ελάχιστες ευκαιρίες μόρφωσης, εργασίας άλλης από εργάτες γης ή ανειδίκευτοι εργάτες, και δεν έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας γης.