Περιεχόμενα


Πόσο παντοδύναμος είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την στρατιωτική τους ισχύ, προαλείφονται για σύρραξη. Ομως, όπως εξηγεί ο Κρις Χάρμαν, η στρατηγική αυτή είναι πραγματικά πολύ ριψοκίνδυνη.

Καθώς σύρονται αυτές τις γραμμές, ο Σάνταμ Χουσέιν δηλώνει ότι θα επιτρέψει την επιστροφή των επιθεωρητών όπλων στο Ιράκ. Ωστόσο, ο πυρήνας της Αμερικανικής διακυβέρνησης επιμένει στην γραμμή του πολέμου. Τι έχει όμως να κερδίσει η άρχουσα τάξη;

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο παράγοντας πετρέλαιο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Το 50% των εσωτερικών αναγκών των Ηνωμένων Πολιτειών σε πετρέλαιο, καλύπτονται απο εισαγωγές.

Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Ενας πόλεμος αυτός καθεαυτός θα προκαλούσε μία δαπανηρή διατάραξη στην προμήθεια πετρελαίου. Και όποιος διαφεντεύει τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες θα θέλει να πουλήσει πετρέλαιο, με την εμπειρία της ΟΠΕΚ το τελευταίο τέταρτο του αιώνα να καταδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για καταχρεωμένους παραγωγούς να ανεβάσουν συλλογικά την τιμή του μαύρου χρυσού.

Η Αμερικανική κεφαλαιοκράτια διαθέτει επενδύσεις παγκοσμίως και σε άλλες βιομηχανίες εκτός απο τα πετρέλαια. Μία επίδειξη στρατιωτικής ισχύος είναι ο τρόπος να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η ασφάλεια των επενδύσεων αυτών.

Το εγγραφο της Αμερικανικής Διαστημικής Διοίκησης "Το όραμα για το 2020" συγκρίνει την Αμερικανική πολεμική προσπάθεια με τον τρόπο κατά τον οποίο, "πρίν αιώνες, τα κράτη οικοδομούσαν στόλους για να προστατεύουν και να επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες".

Ωστόσο, κάθε χρόνο οι Αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες ανέρχονται σε $396 δισεκατομμύρια δολλάρια. Το συνολικό εισόδημα των Αμερικανικών εταιρειών στο εξωτερικό το χρόνο που πέρασε ήταν μόνο $281 δισεκατομμύρια.

Τα κέρδη των Αμερικανικών εταιρειών απο εξαγωγές συνολικού ύψους $900 δισεκατομμυρίων δολλαρίων είναι μάλλον απίθανο να προσεγγίσουν τα $115 επιπλέον δισεκατομμύρια που χρειάζονται για να καλύψουν το κόστος του προυπολογισμού των εξοπλισμών.

Με άλλα λόγια, απο μία βραχυπρόθεσμη εμπορική άποψη, ο πόλεμος είναι χαμένη υπόθεση.

Καμία άρχουσα τάξη όμως δεν μπορεί να βασίζει την πολιτική της, μόνο σε βραχυπρόθεσμους εμπορικούς παράγοντες. Πρέπει να λάβει υπόψη το πλήρες πλαίσιο στο οποίο κυβερνά, πως μπορεί δηλαδή να διατηρήσει τη θέση της μπροστά στο σκληρό ανταγωνισμό αντίπαλων κυβερνήσεων όπως επίσης και να ανησυχεί μήπως ξεσηκωθούν κάποιοι από εκείνους τους οποίους εκμεταλλεύεται ως εργατικό δυναμικό.

Αυτό το γεγονός βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην σύγχρονη Αμερικανική άρχουσα τάξη. Ακόμη αναμένει να απολαμβάνει την ανεμπόδιστη ηγεμονία που είχε έναντι των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών χωρών, στα χρόνια που ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Και αυτό περιλαμβάνει οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ικανότητα να χρησιμοποιούν το διεθνές οικονομικό σύστημα για εξυπηρέτηση συμφερόντων των Αμερικανικών εταιρειών όταν ανταγωνίζονται στην τοπική και διεθνή αγορά.

Η πλέον ξεκάθαρη και πρόσφατη έκφραση του γεγονότος αυτού είναι η ικανότητα απορρόφησης οικονομικών πόρων απο τον υπόλοιπο κόσμο για να χρηματοδοτηθεί η πρόσφατη οικονομική επέκταση - το 2001, η καθαρή εισροή εξωτερικών κεφαλαίων ανήλθε στα $753 δισεκατομμύρια και το συνολικό ύψος των εξωτερικών κεφαλαίων μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες έφθασε το κολοσσιαίο ποσό των $2,3 τρισεκατομμυρίων, ισοδύναμο με 22,6% της Αμερικανικής παραγωγής.

Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν πλέον την απόλυτη οικονομική ισχύ, την οποία είχαν πρίν 50 χρόνια. Ο Μπρεζίνσκι, ένας από τους ανθρώπους κλειδιά που βρίσκονται πίσω από την Αμερικανική εξωτερική πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια, επεσήμανε πρόσφατα σε ένα βιβλίο του, ότι το Αμερικανικό συνολικό ΑΕΠ ανέρχεται στα $8,511 δισεκατομμύρια δολάρια, μόλις οριακά μπροστά απο τις $8,000 δισεκατομμύρια του ΑΕΠ της Ευρωπαικής Ενωσης.

Η συνολική ωριαία παραγωγή της Αμερικανικής βιομηχανίας είναι σήμερα χαμηλότερη από ότι στη Γαλλία και μόνο χάρη στο μεγαλύτερο εργάσιμο ημερολογιακό χρόνο της αμερικάνικης εργατικής τάξης, δίνει στην βιομηχανία της χώρας το πλεονέκτημα.

Ακόμη και οι Αμερικανικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό είναι τώρα χαμηλότερες από αυτές της Ευρωπαικής Ενωσης.

Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρούν την παγκόσμια ηγεμονία τους και να πετυχαίνουν το στόχο τους σε διαμάχες και διαπραγματεύσεις με τις υπόλοιπες άρχουσες τάξεις του κόσμου, δεν οφείλεται σε αυτή καθεαυτή την απόλυτη οικονομική ισχύ.

Είναι η στρατιωτική δύναμη, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, με τις στρατιωτικές δαπάνες να είναι τετραπλάσιες από αυτές των εθνικά κατακερματισμένων Ευρωπαικών ενόπλων δυνάμεων.

Ο Μπρεζίνσκι το έθεσε ωμά: "Στο παρόν στάδιο, η Ευρώπη αποτελεί ντε φάκτο στρατιωτικό προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών."

Η πλοκή αυτής της ιστορίας όμως έχει και συνέχεια.

Ενας από τους παραλογισμούς του καπιταλισμού είναι ότι η σπατάλη στρατιωτικών δαπανών, μπορεί, μέχρι ενός σημείου, να επιτρέψει στο σύστημα να αναπτυχθεί πιο ομαλά από ότι διαφορετικά. Αυτό ήταν ένα επιχείρήμα της δεκαετίας του 1920, από τον Γερμανό Μαρξιστή Χένρικ Γκρόσμαν το οποίο επανεμφανίστηκε πρίν σαράντα χρόνια, με εισηγητές τους Τόνι Κλίφ και Μάικ Κίντρον.

Εγινε ξεκάθαρο στα χρόνια της προεδρίας του Ρήγκαν ότι ο 'στρατιωτικος Κευνσιανισμός', επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να ανακάμψουν από την ύφεση της αρχής της δεκαετίας του 1980.

Η ενοποίηση του πολιτικού με το στρατιωτικό κεφάλαιο έδωσε την δυνατότητα σε σημαντικούς τομείς της Αμερικανικής οικονομίας (και ειδικότερα της πληροφορικής και της παραγωγής λογισμικών) να ξεπεράσουν κατά πολύ τους Ιάπωνες αντιπάλους τους τα τελευταία δέκα χρόνια ρεζιλεύοντας τις Ευρωπαικές εταιρείες.

Μπορεί οι Ηνωμένες Πολιτείες να κατείχαν το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής τη δεκαετία του 1990, το ποσοστό αυτό όμως περιελάμβανε σχεδόν το 50% των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη παγκόσμια.

Οι αμυντικές δαπάνες είναι όμως μία ανάμικτη ευλογία για τις Αμερικανικές εταιρείες. Μειώνει τις αρνητικές επιδράσεις της ύφεσης.

Ωστόσο, έχει μειώσει το ρυθμό της συσσώρευσης, επιτρέποντας σε άλλες χώρες να συναγωνιστούν την Αμερικανική βιομηχανία, κάτι που ήταν αδιανόητο πρίν μισό αιώνα.

Ανθρωποι όπως ο Τσέινυ, ο Ράμσφελντ, ο Βόλφοβιτς και ο Ρίτσαρντ Πέρλ συζητούν για παρά πολύ καιρό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αποκαταστήσουν την ισορροπία μόνο με θεαματικές και 'μονομερείς' επιδείξεις στρατιωτικής ανωτερότητας.

Αυτό σημαίνει την ανάπτυξη του συστήματος του "Πολέμου των Αστρων" για να εκβιάσουν την Κίνα, να εξευτελίζουν τα παράπονα μιας αποδυναμωμένης Ρωσίας και να προωθούν την επιθετική τους πολιτική στη Μέση Ανατολή χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις Ευρωπαικές ανησυχίες.

Οπως το αντιλαμβάνονται, η Ευρώπη δεν έχει την στρατιωτική ισχύ για να ενεργήσει ανεξάρτητα.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο έλεγχος του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής δεν εξασφαλίζει απλά τις Αμερικανικές προμήθειες πετρελαίου και τα κέρδη. Ισως το πιο σημαντικό γεγονός είναι ότι δίνει στην Αμερικανική άρχουσα τάξη, καθοριστικό μοχλό πίεσης έναντι της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, που είναι περισσότερο εξαρτημένες από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής από ότι οι ΗΠΑ.

Για να μιλήσουμε σταράτα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στην Ευρώπη και Ιαπωνία - το οπλοστάσιο τους. Ωστόσο το πλεονέκτημα αυτό είναι άχρηστο στον ανταγωνισμό μεταξύ των αντίπαλων καπιταλιστικών χωρών, αν ο κόσμος δεν οδηγείται σε πόλεμο κάθε τόσο.

Είναι μία βάρβαρη στρατηγική. Είναι επίσης πολύ ριψοκίνδυνη για την Αμερικανική διακυβέρνηση. Αυξάνει τις πιθανότητες αντίστασης της εργατικής τάξης και επαναστατικών ανακατατάξεων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Αποκαλύπτει ακόμη το βαθμό στον οποίο η Αμερικανική οικονομία καταφέρνει να επιπλέει μόνο χάρη στα κεφάλαια των Γιαπωνέζων και Ευρωπαίων επενδυτών των οποίων η νευρικότητα ολοένα και αυξάνεται.

Η στρατιωτική περιπέτεια του προέδρου Μπους όχι μόνο δεν θα καταδείξει την Αμερικανική ισχύ, αλλά θα εκθέσει τα τρωτά σημεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για αυτό άνθρωποι όπως ο Μπρεζίνσκι, ο Κίσσινγκερ και ο πρώην σύμβουλος του πατέρα του Τζωρτζ Μπους Σκόουκροφτ, δεν είναι πολύ ευχαριστημένοι με αυτό.

Αυτές είναι οι εκρηκτικές αντιφάσεις του καπιταλισμού που είναι ταυτόχρονα μιλιταριστικός και πολυεθνικός την αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα.


Περιεχόμενα